- ἁμαρτάνει
- ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)pres ind mp 2nd sgἁμαρτάνωAcut. (Sp.)pres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Historia Apollonii — Die Historia Apollonii regis Tyri („Geschichte von Apollonius, dem König von Tyros“) ist ein antiker Roman in lateinischer Sprache, der auf griechische oder lateinische Quellen zurückgeht. Sein Autor ist nicht bekannt, die Datierung fällt in das… … Deutsch Wikipedia
СВОБОДА ВОЛИ — понятие европейской моральной философии, окончательно оформившееся у И. Канта в значении интеллигибельной способности индивида к моральному самоопределению. В ретроспективном плане (до или посткантовские теории) термин «Св.» можно рассматривать… … Философская энциклопедия
ВОЛЯ — ВОЛЯ (лат. voluntas, греч. βούλησις, θέλησις), специфическая способность или сила. В истории античной философии была влиятельна т. н. классическая рационалистическая традиция, согласно которой воля понимается как способность разума к… … Античная философия
Historia Apollonii regis Tyri — Die Historia Apollonii regis Tyri („Geschichte von Apollonius, dem König von Tyros“) ist ein antiker Roman in lateinischer Sprache, der auf griechische oder lateinische Quellen zurückgeht. Sein Autor ist nicht bekannt, die Datierung fällt in das… … Deutsch Wikipedia
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
κριματιστής — ο [κριματίζω] 1. αυτός που αμαρτάνει, αμαρτωλός 2. αυτός που επιρρίπτει κρίματα, κατηγορίες σε κάποιον, κατήγορος … Dictionary of Greek
πατραλίτωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που αμαρτάνει απέναντι στον πατέρα του («πατραλίτορα γαμβρόν» [διόρθ. πατραλιτήριον], Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + θ. ἀλιτ τού ἀλιταίνω «προσβάλλω, σφάλλω» + επίθημα ωρ] … Dictionary of Greek
Κριτές — Προσωρινοί στρατιωτικοί ηγέτες των εβραϊκών φυλών, κατά την αρχαιότητα. Ο λαός του Ισραήλ τους τοποθετούσε επικεφαλής του στρατού σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές, κατά την περίοδο που ξεκίνησε από την κατάληψη της Παλαιστίνης έως την εισαγωγή του… … Dictionary of Greek
Σπινόζα, Μπαρούχ ντε- — (Spinoza). Ολλανδός φιλόσοφος (Άμστερνταμ 1632 Χάγη 1677), ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Ντεκάρτ και το Λάιμπνιτς, της προκαντιανής ορθολογιστικής φιλοσοφίας. Από εβραϊκή οικογένεια που είχε καταφύγει από την Ισπανία στην Ολλανδία… … Dictionary of Greek